-
1 ὑπο-μιμνήσκω
ὑπο-μιμνήσκω (s. μιμνήσκω), Einen woran gedenken machen, erinnern; ὑπέμνησέν τέ ἑ πατρός Od. 1, 321; υἱὸν νόστου ὑπομνήσουσα 15, 3; Thuc. 6, 19; σαυτὸν ὡς ἄνϑρωπος ὤν Isocr. 1, 21; auch τί; Etwas in Erinnerung bringen, ins Gedächtniß rufen, Her. 7, 171; πάλιν παλαιὸν ἄλγημ' ὑπέμνασας Soph. Phil. 1155; τὰ πραχϑέντα Plat. Phaedr. 741 a, u. öfter; auch τινά τι, Thuc. 7, 64; ὑπομίμνησκε ἡμᾶς, τί βούλει δηλοῦν Plat. Phil. 31 c; ὑπέμνησέ με ὁ λόγος, ὅτι Phaed. 88 d; Xen. Cyr. 6, 4,20; ὑπέμνησα ταῦτα ὑμᾶς Dem. 19, 25, vgl. 24, 15; auch τινί τι, ἴυγγά μοι δῆτ' ἀγαϑῶν ἑτάρων ὑπομιμνήσκεις Aesch. Pers. 950. – Pass. sich woran erinnern, perf. eingedenk sein, u. aor. erwähnen; Xen. Cyr. 6, 1,24; περί τινος ὑπεμνήσϑην Aesch. Pers. 321.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek